παμποίκιλον

παμποίκιλον
παμποίκιλος
all-variegated
masc acc sg
παμποίκιλος
all-variegated
neut nom/voc/acc sg
παμποίκιλος
all-variegated
masc/fem acc sg
παμποίκιλος
all-variegated
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… …   Dictionary of Greek

  • παμποίκιλος — παμποίκιλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.) μσν. ο κάθε λογής αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής 2. (για πρόσ.) πολυμήχανος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”